- χαράδρα
- η овраг, балка, лощина; ущелье; дефиле (спец.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαράδρα — χαράδρᾱ , χαράδρα mountain stream fem nom/voc/acc dual (ionic) χαράδρᾱ , χαράδρα mountain stream fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρα — Χαράδρᾱ , Χαράδρη mountain stream fem nom/voc/acc dual Χαράδρᾱ , Χαράδρη mountain stream fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρᾳ — Χαράδρᾱͅ , Χαράδρη mountain stream fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρᾳ — χαράδραι , χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδρα — I Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Μεσσηνίας, που την ίδρυσε ο Πέλοπας (Πέλωψ). 2. Πόλη της αρχαίας Φωκίδας, χτισμένη σε απόκρημνο λόφο κοντά στη σημερινή Σουβάλα. Την εποχή των Μηδικών πολέμων καταστράφηκε από τον Ξέρξη, αλλά… … Dictionary of Greek
χαράδρα — η άνοιγμα πλατύ του εδάφους που σχηματίστηκε από την ορμητική ροή των νερών, φαράγγι, ρέμα, λαγκάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαράδρας — χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem acc pl (ionic) χαράδρᾱς , χαράδρα mountain stream fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδραι — χαράδρα mountain stream fem nom/voc pl (ionic) χαράδρᾱͅ , χαράδρα mountain stream fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαράδραν — χαράδρᾱν , χαράδρα mountain stream fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαράδρας — Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem acc pl Χαράδρᾱς , Χαράδρη mountain stream fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Харадра — (Χαράδρα): 1) городок в Фокиде, лежавший на крутой безводной скале, недалеко от г. Лилеи; внизу скалы протекал источник Харадр, откуда жители добывали воду. X. входила в состав фокейского союза; во время нашествия Ксеркса (480 г. до Р. Хр.) она… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона